-
1 выходной
επ.1. της εξόδου•-ая дверь θύρα εξόδου• -όθ•
отверстие οπή διαφυγής ή εκροής.
2. γιορτινός, επίσημος•выходной костюм γιορτινό κοστούμι.
3. της αργίας•выходной день μέρα αργίας.
4. ουσ. που δεν εργάζεται, έχει αργία•она сегодня -ая αυτή σήμερα δε δουλεύει, έχει ρεπό.
εκφρ.- ое пособие – χρηματικό βοήθημα που δίνεται στον απολυόμενο•- ая роль – βοηθητικός (δευτερεύων) ρόλος ηθοποιού•-ые сведения ή данные – στοιχεία έκδοσης βιβλίου (χρόνος, τόπος, αριθμός αντιτύπων κλπ.). -
2 выходной
выходн||ойприл1. τής ἐξόδου:\выходнойо́е отверстие ὀπή ἐκροής·2. (праздничный) γιορτινός, κυριακάτικος, κάλος:\выходнойо́е платье τό κυριακάτικο φόρεμα·3. (свободный) τής ἀργίας:\выходной день ἡ ἡμέρα ἀργίας, ἡ ἡμέρα ἀνάπαυσης, ἡ σχόλη· ◊ \выходнойо́е пособие ἡ ἀποζημίωση σέ ἐργαζόμενο, ὀταν ἀπολύεται· на \выходнойых ролях σέ δευτερεύοντες ρόλους, σέ ρόλους κομπάρσου. -
3 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
4 вентиль
1. (трубопроводный) η βαλβίδα 2. (электрический) о ανορθωτής 3. (электронная схема) η πύλη 4. (волноводный, СВЧ) ο μονωτήρας 5. муз. η βαλβίδα πνευστώνη βαλβίδα ρύθμισης μήκους (οργάνου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вентиль
-
5 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
6 сигнал
το σήματο σύνθηματο σινιάλο (ξεν.)передавать - εκπέμπω το -, μεταδίδω το -преобразовывать - μετασχηματίζω/μετατρέπω το -аварийный - κινδύνου/αβαρίαςвидимый - ορατό -, οπτικό -входной - εισόδου, εισερχόμενο -выходной - εξόδου, εξερχόμενο -опознавательный - αναγνώρησης, διακριτικό -позывной рад. - το (διεθνές) διακριτικό -цветовой - (тлв.) έγχρωμο -- θύελλαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнал
-
7 ток
I. 1. эл. το ρεύμαпреобразовывать переменный - в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο - σε σταθερόвихревой - δίνης, το δινόρευμα- τα δίνης2. (течение, поток) η ροή, το ρεύμα. II.с.-х. (площадка для молотьбы) το αλώνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ток
-
8 трансформатор
тех. о μετασχηματιστήςο μετατροπέας- повышает{}понижает{} напряжение ανεβάζει/κατεβάζει την τάσηмасляный - ελαίου/λαδιούтелефонный - ακουστικού/τηλεφώνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трансформатор
-
9 элемент
1. (составная часть чего-л.) το στοιχείοτο μέροςτο τμήμαгальванический - γαλβανικό -, η γαλβανική στήληисходный физ. - αρχικό -2. (химический источник тока) το στοιχεί/ο, η κυψελίδα (παραγωγής ρεύματος) 3. (устройство, прибор) το όργανο, η συσκευή, το σώμαсветочувствительный - το φωτοκύτταρο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > элемент
-
10 люк
το άνοιγμα, η θυρίδαвыпускной горн. - της εξαγωγήςвыходной мор. - της εξόδουгрузовой - (мор.ав.) το στόμιο του κύτουςмашинный мор. - του μηχανοστασίουкартерный мор. - της ελαιολε-κάνηςсветовой - мор. το σπιράγιο (ξεν.), η αναφωτίςсходный мор. - της καθόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > люк
-
11 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
12 контур
1. (очертание) το περίγραμμα 2. (цепь, схема) το κύκλωμαохлаждающий (тепл.) - της ψύξηςпромежуточный (тепл.) - ενδιάμεσο -циркуляционный (тепл.) - της κυκλοφορίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > контур
-
13 порог
1. тех. το κατώφλιборовковый - мет. η ποδιά του ανοίγματοςвыходной мет. - της εξόδουнаправляющий гидр. - οδηγός2. (наименьшая величина, степень проявления чего-л.) το κατώτατο όριο- рекристаллизации температурный η (χαμηλότερη) θερμοκρασία ανακρυ-στάλλωσης)энергетический - ενεργειακό - 3 (каменистый поперечный выступ дна реки) η ξέρα (του ποταμού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порог